τό, a gem, Hsch., Cyr.
πάζιον, τὸ (Α)είδος πολύτιμου λίθου, το τοπάζι.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του τοπάζιον που παραδίδεται από τον Ησύχιο (πρβλ. ταβάσιος, βάσιον)].