πάλαιμι

English (LSJ)

Aeolic for παλαίω.

Greek (Liddell-Scott)

πάλαιμι: Αἰολ., = παλαίω. Ἡρῳδιαν. ΙΙ, 930, 4.

Greek Monolingual

πάλαιμι (Α)
(αιολ. τ.) βλ. παλαίω.