Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πάλλικες
Greek Monolingual
πάλλικες, οἱ (Μ) νεαροί που προσλαμβάνονταν από τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του βυζαντινού στρατού, οι οποίοι τους συντηρούσαν ως υπηρέτες, αλλ. παλληκάρια, παίδες, ζάγδαροι. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. του τ. πάλλαξ / πάλληξ.