πάνδουρος

English (LSJ)

ὁ, = πανδοῦρα.

German (Pape)

[Seite 458] ὁ, = Vorigem, Hesych.

Greek Monolingual

και φάνδουρος, ὁ, Α
η πανδούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. πανδούρα].