πάνεσθλος: -ον, ὁ πάνυ ἐσθλός, μεταγεν.
-ον, Μπάρα πολύ αγαθός, αγαθότατος, πάρα πολύ καλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἐσθλός.