πάνεσθλος

Greek (Liddell-Scott)

πάνεσθλος: -ον, ὁ πάνυ ἐσθλός, μεταγεν.

Greek Monolingual

-ον, Μ
πάρα πολύ αγαθός, αγαθότατος, πάρα πολύ καλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἐσθλός.