πάνσας

Greek (Liddell-Scott)

πάνσας: (= πάσας, γενικῆς πτώσεως ἑνικ. ἀριθ.) πέδα πάνσας σπουδᾶς, μετὰ πάσης σπουδῆς, Ἐπιγρ. Fαξίων Κρητῶν ἐν Τέῳ, L. et W. 65. Ἡ αὐτὴ γραφὴ καὶ ἐν Ἐπιγρ. Ῥαυκίων καὶ Πολυρρηνίων, αὐτόθι 62 καὶ 63, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμαν.