πάνσωμος

Greek (Liddell-Scott)

πάνσωμος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ὑπάρχων εἰς ὅλον τὸ σῶμα, πληγαὶ Νικήτ. Χρον. 340C· - Ἐπίρρ. -μως, καθ’ ὅλον τὸ σῶμα, Διον. Ἀρεοπ. 396C. ΙΙ. μεθ’ ὅλου τοῦ σώματος, Ἰω. Κίνν. 264.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που ανήκει ή υπάρχει σε όλο το σώμα («ἐπενεγκόντες πληγὰς πανσώμους», Νικ. Χων.).
επίρρ...
πανσώμως ΜΑ
σε όλο το σώμα
αρχ.
με όλο το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -σωμος (< σῶμα), πρβλ. μεγαλό-σωμος].