πάξαις: Δωρ. αντί πήξας, μτχ. αορ. αʹ του πήγνυμι· — πάξαιτο, Δωρ. γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ.
πάξαις: дор. part. к πήγνυμι.
πάξαις ptc. aor. act. van πήγνυμι.