πάξαις

Greek Monotonic

πάξαις: Δωρ. αντί πήξας, μτχ. αορ. αʹ του πήγνυμι· — πάξαιτο, Δωρ. γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ.

Russian (Dvoretsky)

πάξαις: дор. part. к πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάξαις ptc. aor. act. van πήγνυμι.