πάραξ

English (LSJ)

ακος, ὁ, = βάραξ (q.v.), Test.Epict.6.11.

Greek (Liddell-Scott)

πάραξ: -ακος, ὁ, = βάραξ, (ὃ ἴδε), Ἐπιγραφ. Θηρ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγραφ. 2448 vi. 12