πάραρος

English (LSJ)

ον, v. παρήορος III.

German (Pape)

[Seite 496] ion. πάρηρος, wie παρήορος, verrückt, unsinnig, wahnsinnig, Theocr. 15, 8.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρᾱρος Dor. voor παρήορος.

Russian (Dvoretsky)

πάρᾱρος: стяж. = παρήορος 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. παρήορος.

Greek Monotonic

πάρᾱρος: -ον, Δωρ. αντί παρήορος III, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πάρᾱρος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. παρήορος.

Middle Liddell

πάρᾱρος, ον, [doric for παρήορος III, Theocr.]