πάρπαγος

English (LSJ)

ὁ, = παράπαγος, upper bolt of a door, Hsch.

German (Pape)

[Seite 528] ὁ, ep. statt παράπαγος.

Greek (Liddell-Scott)

πάρπᾰγος: ὁ, ἴδε παράπαγος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. παράπαγος.