ὁ, = πηλός, Hsch.
[Seite 531] ὁ, erkl. Hesych. πηλός.
πάσκος: ὁ, = πηλός, Ἡσύχ.
ό, Α(κατά τον Ησύχ.) «πηλός».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πηλός].