πάσκος

English (LSJ)

ὁ, = πηλός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 531] ὁ, erkl. Hesych. πηλός.

Greek (Liddell-Scott)

πάσκος: ὁ, = πηλός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ό, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πηλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πηλός].