πάσομαι

English (LSJ)

[ᾰ], v. πατέομαι:—but πάσομαι [α], v. πάομαι.

French (Bailly abrégé)

f. de πάομαι².

Greek (Liddell-Scott)

πάσομαι: [ᾰ], ἴδε ἐν λ. πατέομαι· - ἀλλὰ πάσομαι [ᾱ], ἴδε ἐν λ. πάομαι.

Greek Monotonic

πάσομαι: [ᾰ],
I. μέλ. του πατέομαι· αλλά, II. πάσομαι [ᾱ], του πάομαι.