πέπεισμαι

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. de πείθω.

Greek Monotonic

πέπεισμαι: Παθ. παρακ. του πείθω.

Russian (Dvoretsky)

πέπεισμαι: pf. pass. к πείθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπεισμαι indic. perf. med.-pass. van πείθω.