Dim. of πεπλίς.
[Seite 560] τό, eine Art Wolfsmilch, Diosc.
πέπλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πέπλος, ἴδε πεπλίς.
τὸ, Α πεπλίςυποκορ. του πεπλίς.
πέπλιον -ου, τό [πέπλος] wolfsmelk (plant).