πέπλιον

English (LSJ)

Dim. of πεπλίς.

German (Pape)

[Seite 560] τό, eine Art Wolfsmilch, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πέπλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πέπλος, ἴδε πεπλίς.

Greek Monolingual

τὸ, Α πεπλίς
υποκορ. του πεπλίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπλιον -ου, τό [πέπλος] wolfsmelk (plant).