πέποσθε

English (LSJ)

v. πάσχω.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ pl. poét. pf.2 de πάσχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέποσθε ep. indic. perf. 2 plur. van πάσχω.

Russian (Dvoretsky)

πέποσθε: эп. (= πεπόνθατε) 2 л. pl. pf. 2 к πάσχω.

Greek (Liddell-Scott)

πέποσθε: Ἐπικ. ἀντὶ πεπόνθατε, ἴδε ἐν λ. πάσχω.

English (Autenrieth)

see πάσχω.

Greek Monotonic

πέποσθε: Επικ. αντί πεπόνθατε, βʹ πληθ. παρακ. του πάσχω.