πέρνη

English (LSJ)

v. πέρνα.

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
ζωολ. ελασματοβράγχιο τών θερμών θαλασσών, με παχύ μανδύα και πλατύ ελασματώδες όστρακο.
(II)
ἡ, Α
βλ. πέρνα.