πέσσυμπτον

English (LSJ)

σκυτεῖον, Hsch., and πεσσύπτη· σκυτεύρια, Id.; cf. πίσυλλος, πεττύκια.

Greek Monolingual

τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σκυτεῖον».