πέφρικα

English (LSJ)

v. φρίσσω.

French (Bailly abrégé)

pf. de φρίσσω.

Russian (Dvoretsky)

πέφρῑκα: pf. к φρίσσω.

Greek (Liddell-Scott)

πέφρῑκα: ἴδε φρίσσω.

Greek Monotonic

πέφρῑκα: παρακ. του φρίσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέφρικα indic. perf. act. van φρίσσω.