= ἀπήνη, Hsch.
ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ἀπήνη».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀπήνη «άμαξα, άρμα» με αποκοπή του αρκτικού α- (βλ. λ. απήνη)].