Dor. πίσσασις, εως, ἡ, = πίσσωσις, IG42(1).102.238,245 (Epid.,ivB. C.).
και δωρ. τ. πίσσασις, ἡ, Αη πίσσωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από αμάρτυρο ρ. πισσάω (< πίσσα)].