πίσσωσις
English (LSJ)
Att. πίττωσις, εως, ἡ, a pitching over, PCair.Zen.271.9 (iii B. C.), Gal.6.443, Archig. ap. Aët.3.180.
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, att. -ττωσις, das Verpichen, Bestreichung, Überziehen mit Pech, Sp., bes. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πίσσωσις: Ἀττ. πίττωσις, ἡ, ἐπίχρισις διὰ πίσσης, Γαλην. τ. 6, σ. 443, 14.