παΐδι

Greek Monolingual

και παγίδι, το
οστό πλευράς ανθρώπου ή ζώου μαζί με τις σάρκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγίδ-ιον < παγίς, -ίδος. Απίθανη φαίνεται η προέλευση του τ. από το ουσ. πλαγίδα].