γῆ τις ὑπὸ τῶν γεωργῶν, Hsch. πάγασα· θύρα, καὶ παγασαί, Id.
παγάς: «γῆ τις ὑπὸ τῶν γεωργικῶν» Ἡσύχ.· σκληρὰ γῆ, χέρσος, Ἥρων Νεώτ. 222, 15.
παγάς (Α)(κατά τον Ησύχ.) «παγάςγῆ τις ὑπὸ τῶν γεωργῶν».