v. πηγός.
πᾱγός: -ή, -όν, Δωρ. ἀντὶ πηγός, Ἀλκμάν 1.
παγός, ὁ (Α)(δωρ. τ.) βλ. πηγός.
πᾱγός Dor. voor πηγός.