παγῶδες, (πάγος) = παγετώδης, Thphr. CP 2.4.12.
[Seite 437] ες, = παγετώδης, Theophr.
πᾰγώδης: -ες, (πάγος) = παγετώδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 12.
παγώδης, -ῶδες (ΑΜ)παγετώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πăγ- του πήγνυμι + κατάλ. -ώδης].