παιανικός

English (LSJ)

παιανική, παιανικόν, of or like a paean, ἰδίωμα Ath.15.696c; ὠδή Eust.137.39.

German (Pape)

[Seite 438] den Päan betreffend, in der Art des Päangesanges; so heißt ἰώ ein ἐπίῤῥημα παιανικόν, Ath. XV, 696 d.

Greek (Liddell-Scott)

παιᾱνικός: -ή, -όν, τὸ ἀνῆκον εἰς παιᾶνα ἢ ὅμοιος πρὸς π., Ἀθήν. 696D, Εὐστ. 137. 39.

Greek Monolingual

παιανικός, -ή, -όν (ΑΜ) παιάν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιάνα ή αυτός που μοιάζει με παιάνα.