παιδαριωδία
Greek Monolingual
η
η ιδιότητα του παιδαριώδους
2. πράξη ή λόγος χωρίς σοβαρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδαριώδης. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ι. Ισ. Σκυλίσση].
η
η ιδιότητα του παιδαριώδους
2. πράξη ή λόγος χωρίς σοβαρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδαριώδης. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ι. Ισ. Σκυλίσση].