παιδεύτρια
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, die Erzieherinn, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παιδεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ παιδευτής, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
η (Μ παιδεύτρια)
βλ. παιδευτής.
[Seite 440] ἡ, die Erzieherinn, Sp.
παιδεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ παιδευτής, Ἐκκλ.
η (Μ παιδεύτρια)
βλ. παιδευτής.