παιδιαρίζω

Greek Monolingual

συμπεριφέρομαι σαν παιδί, παιδιακίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί κατά τα ρ. σε -(αρ)ίζω (πρβλ. σαλιαρίζω, σαχλαμαρίζω)].