παιηοσύνη

English (LSJ)

ἡ, healing art, Hsch.

German (Pape)

[Seite 442] ἡ, Heilkunst, Arzneikunst, Hesych.

Greek Monolingual

παιηοσύνη, ἡ (Α) παιήων, -ονος]
η θεραπευτική τέχνη, η ιατρική.