ἡ, = παλαιὰ θεός, Id., Phot.
[Seite 445] ἡ, die alte Göttinn, VLL.
πᾰλαίθεος: ἡ, ἀντὶ παλαιὰ θεός, Ἡσύχ., Φώτ.
παλαίθεος, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) η παλαιά θεά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + θεός.