παληός

English (LSJ)

Boeotian for παλαιός.

Greek (Liddell-Scott)

παληός: Βοιωτ. = παλαιός, Ἐτυμ. Μέγ. 35, 7.

Greek Monolingual

παληός, -ά, -όν (Α)
βλ. παλαιός.