παλικινησία

Greek Monolingual

η
ιατρ. συνεχής επανάληψη της ίδιας κίνησης, όπως συμβαίνει στις ψυχοκινητικές κρίσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. palikinesie (< πάλι + κίνηση)].