παλιμβληθείς

English (LSJ)

εῖσα, έν, ricochetting, βέλος Ruf.Interrog.60.

Greek Monolingual

παλιμβληθείς, -εῖσα, -έν (Α)
(για βέλος) αυτός που ρίχθηκε εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. αορ. ενός αμάρτυρου ρ. παλιμβάλλω].