παλινρύμη

English (LSJ)

v. παλιρρύμη.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλινρύμη: ἡ Polyb. = παλιρρύμη.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινρύμη: παλίνρυτος, ἴδε παλιρρύμν, -ρυτος.

Greek Monolingual

παλινρύμη, ἡ (Α)
βλ. παλιρρύμη.