παλιογυναίκα

Greek Monolingual

η, και παλιογύναικο, το
1. κακότροπη, δύστροπη γυναίκα
2. διεφθαρμένη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + γυναίκα].