παμπρόσθη

English (LSJ)

v. παμπορθής.

German (Pape)

[Seite 454] verderbte Lesart bei Aesch. Ag. 696, vielleicht πάμπροσθε.

Greek (Liddell-Scott)

παμπρόσθη: ἐφθαρμένον παρ’ Αἰσχύλ. Ἀγ. 714, ἔνθα ὁ Seidl. προὔτεινε παμπορθῆ ἐκ τοῦ παμπορθής, ές, ὁ τὰ πάντα καταστρέφων, φθείρων· ὁ Paley πάμπροσθ’ ἧ.

Greek Monotonic

παμπρόσθη: παρεφθαρμ. στον Αγαμ. του Αισχύλ.

Middle Liddell

corrupt in Aesch. Ag.