παμφαλύζω

English (LSJ)

= τρέμω, Hsch.

German (Pape)

[Seite 455] erkl. Hesych. durch τρέμω, wie er auch βαμβαλύζω erkl.

Greek Monolingual

παμφαλύζω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τρέμω».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παμφαλῶ (πρβλ. βαμβαίνω: βαμβαλύζω)].