πανάφυλλος
English (LSJ)
ον, all-leafless, h.Cer.452.
German (Pape)
[Seite 457] ganz blätterlos, H. h. Cer. 452.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entièrement dépouillé de feuilles.
Étymologie: πᾶν, ἄφυλλος.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνάφυλλος: (ᾰφ) совершенно безлиственный, лишенный какой бы то ни было зелени (Ῥάριον HH).
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
πανάφυλλος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει καθόλου φύλλα, εντελώς άφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄφυλλος.
Greek Monotonic
πᾰνάφυλλος: -ον, αυτός που δεν έχει καθόλου φύλλα, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
πᾰν-άφυλλος, ον,
all-leafless, Hhymn.