πανέσχατος

English (LSJ)

πανέσχατον, last of all, A.R.4.308.

German (Pape)

[Seite 459] der allerletzte, Ap. Rh. 4, 308.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνέσχᾰτος: -ον, ἔσχατος πάντων, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 308.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) ο τελευταίος από όλους, ο ύστατος όλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἔσχατος.