παναμώμητος
Greek (Liddell-Scott)
πᾰναμώμητος: -ον, ὅλως ἀμώμητος, Μαν. Φιλῆς, τ. Α΄, σ. 215, ἔκδ. Mil. - Ἔτι ἐν τῷ γνωστῷ ἐκκλησιαστ. ᾄσματι Ἄξιον ἐστίν. - Ἐπίρρ. παναμωμήτως, ὅλως ἀμωμήτως, Ψελλὸς εἰς ᾎσμα ᾈσμάτων Σολομ. 6,7.
Greek Monolingual
παναμώμητος και παναμώματος, -ον (Μ)
πανάμωμος, πάναγνος.
επίρρ...
παναμωμήτως (Μ)
με εντελώς άψογο, πάναγνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀμώμητος.