παναρίζηλος

English (LSJ)

ἡ, wholly enviable, Ἀριάδνη Dioscorusin PLit.Lond.99.4.

Greek Monolingual

παναρίζηλος, -ον (Α)
πάρα πολύ αξιοζήλευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀρίζηλος «υπερβολικά ζηλευτός»].