πανδέκτειρα

English (LSJ)

ἡ, pecul. fem. of πανδέκτης, κοιλίη π. Hp. Ep. 23.

German (Pape)

[Seite 457] κοιλία, ἡ, Alles in sich aufnehmend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πανδέκτειρα: ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ πανδέκτης, κοιλία π., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱπποκρ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.