πανδέξιος

German (Pape)

[Seite 457] verstärktes simplex, Synes., in der Bdtg »für Alles glücklich od. Glück bedeutend«.

Greek (Liddell-Scott)

πανδέξιος: -ον, πάνυ δεξιός, Συνέσ. 132Β, Θεόδ. Μετοχ.

Greek Monolingual

-ον, ΑΜ
πολύ επιδέξιος, επιτήδειος σε όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δεξιός.