πανδημεὶ

Greek (Liddell-Scott)

πανδημεὶ: ἢ -μί, Δωρ. πανδᾱμί, Ἐπίρρ. τοῦ πάνδημος, μετὰ παντὸς τοῦ λαοῦ, πάντες ὁμοῦ, ἐν σώματι, Ἡρόδ. 6. 63., 7. 120, κ. ἀλλ.· π. προπέμπεσθαι ἐπὶ θάνατον Ἰσοκρ. 213C· πανομιλεὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 296, πρβλ. Εὐμ. 103· πανδ. βοηθεῖν, στρατεύειν, ἐπὶ ὁλοκλήρου λαοῦ ἐξερχομένου εἰς πόλεμον, Θουκ. 1. 126., 5. 33, πρβλ. 1. 73, 90., 4. 42, κτλ.· οὕτω τὸν βάρβαρον π. δέκεσθαι Ἡρόδ. 7. 114, πρβλ. 6. 16., 8.40, 72. [ῑ] Ἀττ.· ἀλλὰ ῐ ἐν Ἀνθ. Π. 5. 44.