πανευρωπαϊκός

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρη την Ευρώπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ευρωπαϊκός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Κ. Α. Παλαιολόγο].