πανσώτηρ

Greek (Liddell-Scott)

πανσώτηρ: ὁ, ἡ, ἐπὶ τῆς Παρθένου Μαρίας, ἡ πάντας σῴζουσα, λιταῖς τῆς πανσώτηρος Montefalc. Bill. Coisl. σ. 41, 49.

Greek Monolingual

-ηρος, ὁ, ἡ, Μ
αυτός που σώζει τους πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σωτήρ.