παντομιμικός

Greek (Liddell-Scott)

παντομιμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς παντόμιμον, ἢ ὁ πάντα μιμούμενος, Sen. ep. XXIX, § 11 (12).

Greek Monolingual

-ή, -ό / παντομιμικός, -ή, -όν, ΝΑ παντόμιμος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παντόμιμο.