παντόσεμνος
English (LSJ)
παντόσεμνον, = πάνσεμνος, A.Eu.637.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait vénérable.
Étymologie: πᾶν, σεμνός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντόσεμνος -ον [~ πάνσεμνος] zeer eerbiedwaardig.
Russian (Dvoretsky)
παντόσεμνος: окруженный глубочайшим уважением (ἀνήρ Aesch.).
Greek Monolingual
-ον, Α
πολυσέβαστος.
Greek Monotonic
παντόσεμνος: -ον, = πάνσεμνος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
παντόσεμνος: -ον, = πάνσεμνος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 637.
Middle Liddell
παντό-σεμνος, ον, = πάνσεμνος, Aesch.]